lupfantomo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lupfantomo | lupfantomoj |
αιτιατική | lupfantomon | lupfantomojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lup.fanˈto.mo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lupfantomo (eo)