máquina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
máquina máquinas

máquina (pt) θηλυκό

  1. η μηχανή
  2. η γραφομηχανή
    escrever à máquina - γράφω στη γραφομηχανή