ménagement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ménagement ménagements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ménagement (fr) αρσενικό