müvekkil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
müvekkil < (άμεσο δάνειο) αραβική موكل[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /myvɛcˈcil/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mü‐vek‐kil

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

müvekkil (tr)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. müvekkil - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν