měsíc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

měsíc < πρωτοσλαβική λέξη: měsęcь

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

měsíc (cs) αρσενικό

  1. ο μήνας
  2. η σελήνη, το φεγγάρι

Συγγενικά

[επεξεργασία]