maść

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maść maści
γενική maści maści
δοτική maści maściom
αιτιατική maść maści
οργανική maścią maściami
τοπική maści maściach
κλητική maści maści

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maść (pl) θηλυκό