macaroni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
macaroni macaronis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ.ni/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

macaroni (fr) αρσενικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) το μακαρόνι
  2. (μειωτικό) ο Ιταλός («μακαρονάς»)