machination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

machination (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
machination machinations

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.ʃi.na.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

machination (fr) θηλυκό

  1. η μηχανορραφία
  2. η σκευωρία
  3. η επιβουλή
  4. η ραδιουργία