maciora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maciora maciory
γενική maciory macior
δοτική maciorze maciorom
αιτιατική maciorę maciory
οργανική maciorą maciorami
τοπική maciorze maciorach
κλητική macioro maciory

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maciora (pl) θηλυκό

  1. θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
  2. θηλυκό αγριογούρουνο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]