macrophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
macrophage < macro- + -phage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /makʁɔfaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
macrophage macrophages

macrophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
macrophage macrophages

macrophage (fr) αρσενικό