maestro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maestro maestros

maestro (fr) αρσενικό

  1. ο μαέστρος



ενικός πληθυντικός
maestro maestros

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maestro (es) αρσενικό

  1. δάσκαλος
    el célebre maestro valenciano, Francisco Tárrega...
    ο διάσημος δάσκαλος της Βαλένθια, ο Φρανσίσκο Τάρρεγγα...



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maestro (it)