magazine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magazine (en)

      ενικός         πληθυντικός  
magazine magazines
  1. περιοδικό
  2. πυριτιδαποθήκη
  3. γεμιστήρα(ς) (συνήθως θηκάτος διότι ο γυμνός λέγεται κλιπ)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magazine (fr)