magic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
magic < (κληρονομημένο) μέση αγγλική magik, magyk < παλαιά γαλλική magique (ουσιαστικό και επίθετο) < λατινική magicus (επίθετο), magica (ουσιαστικοποίηση θηλυκού γένους του magicus) < αρχαία ελληνική μαγικός < μάγος. Απώτατη αρχή από λέξη ιρανικής προέλευσης πιθανώς προελθούσα από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂gʰ- (μπορώ, βοηθώ; δύναμη, μάγος). Εξετόπισε το ιθαγενές αγγλοσαξονικά ġealdor (επεβίωσε στο μέση αγγλική galder) και dwimmer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magic (en)

  1. η μαγεία
     συνώνυμα: thaumaturgy, conjuring, sorcery, witchcraft
  2. μια μαγική τελετή
  3. ένα μαγικό τρικ που δίνει την ψευδαίσθηση της μαγείας
     συνώνυμα: sleight of hand, illusionism, legerdemain
  4. (μεταφορικά) μαγεία, κάτι ακατανόητο ή εντυπωσιακό, μαγευτικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

magic (en)

  1. μαγικός
  2. ταχυδακτυλουργικός
  3. μαγευτικός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]