maigre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maigre < λατινική macrum, ουδέτερο του macer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɛɡʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maigre maigres

maigre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λιγνός
  2. ισχνός
  3. νηστίσιμος
  4. ξερακιανός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maigre maigres

maigre (fr) αρσενικό

  1. είδος εύγευστου ψαριού
     συνώνυμα: sciène

Συγγενικά

[επεξεργασία]