maire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maire < λατινική maior

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɛʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maire maires

maire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • ο/η δήμαρχος
    la mère du maire est tombée dans la mer - η μητέρα του δήμαρχου έπεσε στη θάλασσα (λογοπαίγνιο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]