majorité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ʒɔ.ʁi.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
majorité majorités

majorité (fr) θηλυκό

  1. η πλειοψηφία
  2. η ενηλικίωση
  3. η πλειονότητα