make a point

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make a point < → δείτε τις λέξεις make, a και point

Έκφραση

[επεξεργασία]

make a point (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω κάτι ως αρχή
    He makes a point of being the first to finish.
    Το 'χει σαν αρχή να τελειώνει πρώτος.