malkovri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
malkovri < mal + kovri
ρήμα malkovri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malkovras malkovranta malkovrata
αόριστος malkovris malkovrinta malkovrita
μέλλοντας malkovros malkovronta malkovrota
υποθετική malkovrus - -
προστακτική malkovru - -

malkovri (eo)

  1. αποκαλύπτω
  2. ανακαλύπτω