mallette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.lɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mallette mallettes

mallette (fr) θηλυκό