mallette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mallette | mallettes |
mallette (fr) θηλυκό
- το βαλιτσάκι
ενικός | πληθυντικός |
mallette | mallettes |
mallette (fr) θηλυκό