maltreat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας maltreat
γ΄ ενικό ενεστώτα maltreats
αόριστος maltreated
παθητική μετοχή maltreated
ενεργητική μετοχή maltreating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maltreat < γαλλική maltraiter. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + treat.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌmælˈtriːt/

maltreat (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]