malvoyant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
malvoyant < mal + voyant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό malvoyant malvoyants
θηλυκό malvoyante malvoyantes

malvoyant (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]