mandarinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mandarinate | mandarinates |
mandarinate (en)
- το μανδαρινάτο
- το μέλος της τάξης των μανδαρίνων
ενικός | πληθυντικός |
mandarinate | mandarinates |
mandarinate (en)