mandarinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mandarinate mandarinates

mandarinate (en)

  1. το μανδαρινάτο
  2. το μέλος της τάξης των μανδαρίνων