maniabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
maniabilité maniabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maniabilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]