manifestation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
manifestation manifestations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manifestation (en)

  1. το φανέρωμα, η εκδήλωση
     συνώνυμα: demonstration, display
  2. ένδειξη, σημάδι
     συνώνυμα: sign, indication

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manifestation manifestations

manifestation (fr) θηλυκό

  1. η διαδήλωση
  2. η εκδήλωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]