manipulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Manipulation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manipulation (en)

  1. ο χειρισμός
  2. το τέχνασμα, η χειραγώγηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
manipulation manipulations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manipulation (fr) θηλυκό

  1. ο χειρισμός, η κατεργασία
  2. (μεταφορικά) η εξαπάτηση, η χειραγώγηση, η χειραγωγία, το τέχνασμα, η αλλοίωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]