manipulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manipulation (en)
- ο χειρισμός
- το τέχνασμα, η χειραγώγηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
manipulation | manipulations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manipulation (fr) θηλυκό
- ο χειρισμός, η κατεργασία
- (μεταφορικά) η εξαπάτηση, η χειραγώγηση, η χειραγωγία, το τέχνασμα, η αλλοίωση