mannerism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

mannerism < manner + -ism

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmænəˌrɪzəm/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mannerism mannerisms

mannerism (en)

  1. (τέχνη) μανιερισμός
  2. ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, τρόπος συμπεριφοράς
  3. επιτήδευση, προσποίηση
  4. ύφος