marée basse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marée basse | marées basses |
marée basse (fr) θηλυκό
- η άμπωτη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marée basse | marées basses |
marée basse (fr) θηλυκό