marathon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Marathon
      ενικός         πληθυντικός  
marathon marathons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marathon (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]