march

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: March
      ενικός         πληθυντικός  
march marches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

march (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας march
γ΄ ενικό ενεστώτα marchs
αόριστος marched
παθητική μετοχή marched
ενεργητική μετοχή marching

march (en)

  1. παρελαύνω
  2. περπατώ
  3. (παρωχημένο) συνορεύω