mark

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Mark

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mark marks

mark (en)

  1. σημάδι, αναγνωριστικό σημείο
  2. σημάδι, στόχος
  3. βαθμός, αποτίμηση σχολικής επίδοσης
  4. (νόμισμα) μάρκο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • mark στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας mark
γ΄ ενικό ενεστώτα marks
αόριστος marked
παθητική μετοχή marked
ενεργητική μετοχή marking

mark (en)

  1. σημαδεύω, σημειώνω
  2. επισημαίνω



      ενικός         πληθυντικός  
mark marks

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mark (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mark (da)