massive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmæs.ɪv/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

massive (en)

  1. τεράστιος, πελώριος, εκτεταμένος
  2. ογκώδης
     συνώνυμα: tiny
  3. συμπαγής



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
massive massives

massive (fr)