matching

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmætʃɪŋ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός matching
συγκριτικός better matching
υπερθετικός best matching

matching (en)

  1. ταιριαστός
  2. ασορτί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

matching (en)

  1. ταίριασμα
  2. αντιστοίχιση
  3. προσαρμογή
  4. αντιπαραβολή

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

matching (en)