maternité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
maternité | maternités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]maternité (fr) θηλυκό
- η μητρότητα
- η κλινική
- το μαιευτήριο
ενικός | πληθυντικός |
maternité | maternités |
maternité (fr) θηλυκό