maternité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
maternité maternités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maternité (fr) θηλυκό

  1. η μητρότητα
  2. η κλινική
  3. το μαιευτήριο