mauve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

mauve (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mauve (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mov/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mauve mauves

mauve (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mauve mauves

mauve (fr) θηλυκό