maxime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maxime maximes

maxime (fr) θηλυκό



Επίρρημα

[επεξεργασία]

maxime (la) υπερθετικός βαθμός του magnopere

magnopere / magno opere