may

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας may
γ΄ ενικό ενεστώτα may
αόριστος might
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

may (en) (modal verb)

  1. μπορεί να, μπορώ, θα μπορούσα, να, ίσως να, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι δυνατό
    Smoking may cause cancer.
    Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
    It may rain.
    Μπορεί να βρέχει.
    I may go and I may not go.
    Μπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω.
    I may see him if he comes early.
    Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
    Mistakes which may cost me dearly.
    Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά.
    Where may Peter be now…
    Πού να βρίσκεται τώρα ο Πέτρος…
    He may be at home.
    Ίσως να είναι σπίτι.
    He may go to the theater.
    Ίσως να πάει θέατρο.
    He may have gone to the theater.
    Ίσως να πήγε θέατρο.
    He said he may go out.
    Είπε ότι ίσως να πήγαινε έξω.
     συνώνυμα:  can, could και might
  2. (επίσημο) μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να ζητήσει ή να δώσει άδεια
    May I go out, sir?
    Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
    You may go now.
    Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.
    He said I may leave.
    Είπε ότι μπορούσα να φύγω.
    -“May I take a chocolate?” -“Yes, of course you may (take one)!”
    Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
     συνώνυμα:  can, could και might
  3. (επίσημο) μήπως, μπορώ, χρησιμοποιείται ως ευγενικός τρόπος για να κάνω ένα σχόλιο, να κάνω μια ερώτηση κτλ.
    You may want to put more sugar in the sauce.
    Μπορεί να θέλετε να βάλετε περισσότερη ζάχαρη στη σάλτσα.
    Is it possible he may be at home?
    Μήπως είναι σπίτι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη could
  4. (επίσημο) μακάρι να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει επιθυμίες και ελπίδες
    May you achieve what you want in life!
    Μακάρι να πετύχεις ό,τι θέλεις στη ζωή σου!
    May everything happen the way you want.
    Μακάρι να γίνουν όλα όπως θες.
    May you have good luck.
    Σου εύχομαι καλή τύχη.