measurement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
measurement measurements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
measurement < measure + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmeʒ.ə.mənt/
 
ΔΦΑ : /ˈmeʒ.ɚ.mənt/ (αμερικανικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

measurement (en)

  1. μέτρηση, καταμέτρηση, επιμέτρηση
  2. (λογιστική) η επιμέτρηση, η αποτίμηση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • measurement στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια