melki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
melki < γερμανικά melken

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmel.ki/
ρήμα melki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας melkas melkanta melkata
αόριστος melkis melkinta melkita
μέλλοντας melkos melkonta melkota
υποθετική melkus - -
προστακτική melku - -

melki (eo)