mensae
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]mensae (la) θηλυκό
- γενική και δοτική ενικού του mensa
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του mensa
mensae (la) θηλυκό