merchandise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

merchandise (en) (μη μετρήσιμο)

  • (επίσημο) το εμπόρευμα
    They had spread the merchandise on the sidewalk.
    Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενεστώτας merchandise
γ΄ ενικό ενεστώτα merchandises
αόριστος merchandised
παθητική μετοχή merchandised
ενεργητική μετοχή merchandising

merchandise (en)