microscope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Microscope

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

microscope (en)



      ενικός         πληθυντικός  
microscope microscopes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

microscope (fr) αρσενικό