midday

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

midday (en) (μη μετρήσιμο)

  • το μεσημέρι
    It’s midday Saturday.
    Είναι μεσημέρι Σάββατο.
    I took a midday nap and rested.
    Πήρα έναν υπνάκο το μεσημέρι και ξεκουράστηκα.