middle school
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
middle school | middle schools |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmɪdəl ˈskul/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]middle school (en)
- (εκπαίδευση) το γυμνάσιο
- ↪ He is very young to go to middle school.
- Είναι πολύ νέος για να πηγαίνει γυμνάσιο.
- ≈ συνώνυμα: junior high school
- ↪ He is very young to go to middle school.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- middle school στην αγγλική Βικιπαίδεια