miesto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miesto (sk) ουδέτερο

  1. η θέση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

miesto (sk)

  1. αντί, αντί του/της