millefeuille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mil.fœj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
millefeuille millefeuilles

millefeuille (fr) και mille-feuille αρσενικό

  1. το μιλφέιγ
  2. η αχίλλεια