million

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
million millions

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

million (en)

  1. το εκατομμύριο, 1 000 000
    five million - πέντε εκατομμύρια
    millions of light years - εκατομμύρια έτη φωτός
    The population of Greece surpassed ten million.
    Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια.
    I see a million colorful butterflies.
    Βλέπω ένα εκατομμύριο πολύχρωμες πεταλούδες.
    Can you give me one million?
    Μου δίνετε ένα εκατομμύριο;
  2. (ανεπίσημο) το εκατομμύριο, πολύ μεγάλη ποσότητα
    I have to you it millions of times/a million times.
    Σ΄ το έχω πει εκατομμύρια φορές/ένα εκατομμύριο φορές.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
million millions

million (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

million (de)