minoterie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
minoterie minoteries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

minoterie (fr) θηλυκό