missile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɪs.aɪl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
missile missiles

missile (en)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τους στρατιωτικούς πυραύλους.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.sil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
missile missiles

missile (fr) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τους στρατιωτικούς πυραύλους.
Για τους πολιτικούς, δείτε τη λέξη fusée.

Συγγενικά

[επεξεργασία]