missionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
missionnaire missionnaires

missionnaire (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

missionnaire (fr)