mistella

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mistella mistelle

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mistella < misto (μεικτός) + -ella

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /miˈstɛl.la/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mistella (it) θηλυκό